- πεφραγμένως
- πεφραγμένως, Adv., ([etym.] φράσσω)A guardedly,
συγκατατίθεσθαι πρὸς τοὺς ἐναντίους Chrysipp.Stoic.2.42
; with a good defence,δέχεσθαι τὴν ἐκδρομήν J.BJ7.6.4
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συγκατατίθεσθαι πρὸς τοὺς ἐναντίους Chrysipp.Stoic.2.42
; with a good defence,δέχεσθαι τὴν ἐκδρομήν J.BJ7.6.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πεφραγμένως — φράσσω fence in perf part mp masc acc pl (doric) φράζω point out perf part mp masc acc pl (doric) πεφραγμένως guardedly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεφραγμένως — Α επίρρ. 1. με προφύλαξη 2. προβάλλοντας ισχυρή άμυνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. πεφραγμένος τού φράσσω] … Dictionary of Greek